- θεοσοφικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά που ανήκει ή αναφέρεται στη θεοσοφία ή το θεοσοφιστή (βλ. λλ.): Θεοσοφική εταιρεία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θεοσοφικός — η, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεοσοφία ή στον θεόσοφο. επίρρ... θεοσοφικώς από θεοσοφική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεόσοφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα] … Dictionary of Greek
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek